ἱππιατρός

ἱππιατρός
ἱππιατρ-ός (on the accent v. Hdn. Gr.1.229), ,
A veterinary surgeon, farrier, IG9(2).69.5 (ii B.C.), PGen.42.35 (iii A.D.), Hippiatr.12, etc.; cf. ἱπποϊατρός:—Adj. [suff] ἱππιατρ-ικός, ή, όν, of orfor farriery: ἱππιατρικόν, τό, a work on farriery, Suid. s.v. Χείρων: -κά, τά, title of extant compilation: also -κόν, τό, tax on farriers, PHib.1.45.21 (iii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἱππιατρός — veterinary surgeon masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππίατρος — ο (ΑΜ ἱππίατρος, Α και ἱππιατρός, Μ και ἱπποϊατρός) ο ειδικός στη θεραπεία τών ίππων, γιατρός τών αλόγων …   Dictionary of Greek

  • ἱππιατροῦ — ἱππιατρός veterinary surgeon masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππιατρούς — ἱππιατρός veterinary surgeon masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππιατρῷ — ἱππιατρός veterinary surgeon masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππιατρόν — ἱππιατρός veterinary surgeon masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • albéitar — (del ár. and. «albáyṭar», cl. «bayṭār», y éste del gr. «hippiatrós») m. Veterinario. * * * albéitar. (Del ár. hisp. albáyṭar, este del ár. clás. bayṭar o bayṭār, y este del gr. ἱππιατρός). m. veterinario (ǁ hombre que ejerce la veterinaria) …   Enciclopedia Universal

  • ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… …   Dictionary of Greek

  • ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… …   Dictionary of Greek

  • ιππιατρικός — ή, ό (ΑΜ ἱππιατρικός, ή, όν, Μ θηλ. και ἱπποϊατρική) [ιππίατρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεραπεία τών αλόγων 2. το θηλ. ως ουσ. η ιππιατρική κλάδος τής κτηνιατρικής που έχει αντικείμενο τη διάγνωση και θεραπεία διαφόρων παθήσεων που… …   Dictionary of Greek

  • ιπποΐατρος — ἱπποΐατρος, ὁ (Μ) βλ. ιππίατρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”